Κοως

Κοως
    Κόως
     эп. = Κῶς См. Κως

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "Κοως" в других словарях:

  • Κόως — Κῶς to Cos fem nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κόως — κόος cavity masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • COS — I. COS i. e. spina aut aestus, sive taedium, pater Anab et Soboba. 1. Paral. c. 4. v. 8. II. COS insula in mari Aegaeo, una Cycladum.: Graece Κῶς, per contractionem, non ex κέως, aut κόως sed ex κόος. Unde male Auctores, qui τὴν Κῶ scribunt, et… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] …   Dictionary of Greek

  • νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»