Κοως
Смотреть что такое "Κοως" в других словарях:
Κόως — Κῶς to Cos fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόως — κόος cavity masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
COS — I. COS i. e. spina aut aestus, sive taedium, pater Anab et Soboba. 1. Paral. c. 4. v. 8. II. COS insula in mari Aegaeo, una Cycladum.: Graece Κῶς, per contractionem, non ex κέως, aut κόως sed ex κόος. Unde male Auctores, qui τὴν Κῶ scribunt, et… … Hofmann J. Lexicon universale
κόωνδε — (Α) επίρρ. προς την νήσο Κω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κόων, αιτ. εν. τού Κόως, επικ. τ. τού Κῶς + επιρρμ. κατάλ. δε , δηλωτική τής προς τόπον κινήσεως (πρβλ. Πύλον δε, Ωκεανόν δε)] … Dictionary of Greek
νεογιλός — ή, ό (Α νεογιλός, ή, όν) 1. αυτός που γεννήθηκε πρόσφατα, ο νεογέννητος («καί σε Κόως ἀτίταλλε βρέφος νεογιλὸν ἐόντα», Θεόκρ.) 2. (για τα δόντια) αυτός που φύεται πρώτος, πρωτοφυής, γαλαξίας («εἰσόκε μὲν νεογιλὸν ὑπὸ στομάτεσσιν ὀδόντα καὶ… … Dictionary of Greek